- περιῳδή
- περιῳδ-ή, ἡ,A = καμπή 111.1, Sch.Ar.Nu.332.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιωδή — ἡ, Α καμπή, αιφνίδια μεταβολή στη μουσική. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ᾠδή] … Dictionary of Greek
περιωδικά — τὰ, Α [περιῳδή] χωριστά μετρικά συστήματα σε ποιήματα με στροφική αντιστοιχία αβββ...γ, όπως ήταν οι επωδές … Dictionary of Greek
περιωδώ — έω, Α [περιῳδή] με παράξενα άσματα μαγεύω κάποιον … Dictionary of Greek